μοντερνίζω

μοντερνίζω
μοντέρνισα, ακολουθώ τη μόδα, καινοτομώ: Πολλές κοπέλες μοντερνίζουν φορώντας ρούχα που δεν τις κολακεύουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοντερνίζω — [μοντέρνος] ακολουθώ τη μόδα, νεωτερίζω …   Dictionary of Greek

  • νεωτερίζω — (ΑΜ νεωτερίζω) [νεώτερος] επιχειρώ κάτι το καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», Πλάτ.) νεοελλ. ασπάζομαι νεώτερες αντιλήψεις γύρω από ένα ζήτημα, εγκολπώνομαι νέα συστήματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”